ξηράν

ξηράν
ξηρά̱ν , ξηρά
fem acc sg (attic doric aeolic)
ξηρά̱ν , ξηρός
dry
fem acc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ξηρᾶν — ξηρά fem gen pl (doric aeolic) ξηρός dry masc/fem gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του …   Dictionary of Greek

  • ξηραντήρας — ο τεχνολ. συσκευή η οποία χρησιμοποιείται στα χημικά εργαστήρια για την ξήρανση διαφόρων χημικών, κυρίως, ουσιών, πρώτων υλών ή και τελικών προϊόντων μιας χημικής αντίδρασης ή διεργασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξηραν τού ξηραίνω, πρβλ. αόρ. ξήραν α +… …   Dictionary of Greek

  • ИОАНН ЗЛАТОУСТ. Часть II — Учение Считая правильную веру необходимым условием спасения, И. З. в то же время призывал веровать в простоте сердца, не обнаруживая излишнего любопытства и помня, что «природа рассудочных доводов подобна некоему лабиринту и сетям, нигде не имеет …   Православная энциклопедия

  • ARIDA Saginatio — apud Tertullian. de Pallio c. 4. Et lutea unctin et pulverea volutatio et arida saginatio: Viro maximo est ξηραλοιφὴ, Salmasio ξηροφαγία, quae Athletarum propria. Saginari autem de illis inprimis: Ita namque Curtius Dioxippum pugilem, saginati… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • GRACILITAS — crurum, inter praecipus olim habita, quae bonam formam corrumperent: fuitque hic habitus urbanorum dictriis semper obnoxius. Senec. In Sap. non cad. iniur. l. 2. In capitis mei laevitatem iocatus est, et in oculorum valetudinem et in crurum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • καταψύχω — (AM καταψύχω) ψύχω κάτι πολύ, παγώνω κάτι με έντονη ψύξη («ὕδωρ καταψύχει τὴν ξηρὰν ἀναθυμίασιν», Αριστοτ.) νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεψυγμένος, η, ο α) αυτός που έχει διατηρηθεί επί μακρό χρόνο σε καλή κατάσταση με τη μέθοδο τής… …   Dictionary of Greek

  • ξυρώ — ξυρῶ, έω και άω (Α) [ξυρόν] 1. αφαιρώ τις τρίχες με ξυράφι, ξυρίζω (α. «ξηρᾱν τὰ γένεια τῶν Μακεδόνων», Πλούτ. β. «σὺ δ εὐπρόσωπος, λευκὸς ἐξυρημένος», Αριστοφ.) 2. μέσ. ξυρῶμαι, άομαι ξυρίζω τον εαυτό μου, ξυρίζομαι 3. παροιμ. α) «ξυρεῑ γὰρ ἐν… …   Dictionary of Greek

  • στρατός — Σύνολο στρατιωτικών δυνάμεων, οργανωμένο και διατηρούμενο από ένα κράτος για τη διεξαγωγή του χερσαίου πόλεμου. Στο μακρινό παρελθόν οι σ. ήταν συχνά προσωρινοί και διαλύονταν όταν τελείωνε ο πόλεμος, ενώ σήμερα είναι μόνιμοι, υπάρχουν δηλαδή και …   Dictionary of Greek

  • Τσορτς, σερ Ριχάρδος — (Church, Αγγλία 1785 – Αθήνα 1873). Άγγλος στρατιωτικός, φιλέλληνας και στρατηγός του ελληνικού στρατού. Σε νεαρή ηλικία κατατάχθηκε στον αγγλικό στρατό και πολέμησε εναντίον του Ναπολέοντα. Το 1809, ως ταγματάρχης, ακολούθησε το αγγλικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”